γναφέας

γναφέας
και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) [κνάφος]
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης
2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί
αρχ.
ονομασία ψαριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γναφέας — γναφέᾱς , γναφεύς masc acc pl γναφέᾱς , κναφεύς fuller masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φούλλων — ωνος, ὁ, Α γναφέας, εργάτης που καθαρίζει μαλλιά και δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fullō, onis «γναφέας, βυρσοδέψης»] …   Dictionary of Greek

  • γναφεύς — ο βλ. γναφέας …   Dictionary of Greek

  • γναφεύω — και κναφεύω (Α) [κναφεύς] είμαι γναφέας …   Dictionary of Greek

  • γναφιάς — ο βλ. γναφέας …   Dictionary of Greek

  • εριοπλύτης — ἐριοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που πλένει ή λευκαίνει έρια, γναφέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + πλύτης (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιαστής — ἡλιαστής, ὁ (Α) [ηλιάζομαι] 1. δικαστής που αποτελούσε μέλος τού δικαστηρίου τής ηλιαίας 2. (γλώσσ.) γναφέας*, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων …   Dictionary of Greek

  • κναφεύς — κναφεύς, ὁ (Α) βλ. γναφέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”